- ιουλόπελος
- ἰουλόπελος, -ον (Α)1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό-πεζος, φοινικό-πεζος].
Dictionary of Greek. 2013.